σλανγκ

σλανγκ
η, Ν
άκλ. μορφή συνθηματικής γλώσσας η οποία συνίσταται στη χρησιμοποίηση ενός ειδικού κώδικα αρχικά από τον υπόκοσμο και αργότερα από μια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, αλλ. μάγκικη γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. slang, άγνωστης προέλευσης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”