- σλανγκ
- η, Νάκλ. μορφή συνθηματικής γλώσσας η οποία συνίσταται στη χρησιμοποίηση ενός ειδικού κώδικα αρχικά από τον υπόκοσμο και αργότερα από μια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, αλλ. μάγκικη γλώσσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. slang, άγνωστης προέλευσης].
Dictionary of Greek. 2013.